- νυκτηγρεσία
- νυκτ-ηγρεσία, ἡ, written -εγρεσία, =A excubiae, Gloss. ; nyctegresia, Fest. s.v. egretus.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νυκτηγρεσία — νυκτηγρεσία, ἡ (Α) βλ. νυκτεγερσία … Dictionary of Greek
νυκτεγερσία — η (Α νυκτεγερσία και νυκτηγρεσία και νυκτεγρεσία και νυχεγρεσία) [νυκτεγερτώ] 1. νυκτερινή έγερση προκειμένου να αντιμετωπιστεί ξαφνικός κίνδυνος, νυκτερινός συναγερμός 2. ο νυκτερινός συναγερμός που περιγράφεται στη ραψωδία Κ τής Ιλιάδος 3.… … Dictionary of Greek